παρατελωνούμαι

παρατελωνούμαι
-έομαι, Α [τελωνώ, -ούμαι]
(αποθ.) χρησιμοποιώ απάτη κατά την είσπραξη τών τελών, τών φόρων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”